- κυκλικός
- Ο στρογγυλός, εκείνος που έχει σχήμα κύκλου.
(Ιατρ.) Ασθένεια που εμφανίζει διαδοχικά και με κανονικό τρόπο τις εκδηλώσεις της. Με την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων της μπορούν να προβλεφθούν αυτά που θα επακολουθήσουν.
(Μουσ.) Όρος που προσδιορίζει μια αρμονική σειρά, μια σύντομη μελωδία, έναν ρυθμό ή ένα είδος μουσικής κυψέλης, που πλαισιώνει ένα σύνολο παρόμοιων μοτίβων ή θεμάτων. Ο όρος χρησιμοποιείται και για την έκφραση μιας μουσικής μορφής (σονάτα, συμφωνία κλπ.), η κατασκευή της οποίας είναι υποταγμένη σε ορισμένα στοιχεία. Αυτά τα στοιχεία αποτελούν ειδικά θέματα ή μοτίβα, τα οποία επανεμφανίζονται σε μερικά κομμάτια του έργου, ασκώντας σε αυτά ένα είδος συνδετικής ενέργειας. Έτσι, το έργο αποκτά την όψη ενός κύκλου κομματιών, τα οποία εξαρτώνται το ένα από το άλλο.
* * *-ή, -ό (AM κυκλικός, -ή, -όν) [κύκλος]1. αυτός που έχει σχήμα κύκλου, κυκλοτερής, στρογγυλός ή αυτός που κινείται σαν σε κύκλο («κυκλικός χορός»)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επικό ποιητικό κύκλο («κυκλικοί ποιητές»)νεοελ.1. φρ. α) χημ. «κυκλικές ενώσεις» — οργανικές χημικές ενώσεις που περιέχουν στα μόριά τους μια ή περισσότερες κλειστές αλυσίδες οι οποίες ονομάζονται δακτύλιοιβ) αστρον. «κυκλική θεωρία» — θεωρία κατά την οποία στο σύμπαν επικρατούν κυκλικές ή περιοδικές κινήσειςγ) (οικον.) «κυκλική κρίση» — οικονομική κρίση που επαναλαμβάνεται έπειτα από μία, λίγο ώς πολύ ορισμένη, χρονική περίοδοδ) ιατρ. «κυκλική νόσοςνόσος που περνά από σταθερά διαδοχικά στάδια, τα οποία μπορούν να προβλεφθούν μόλις εμφανιστούν τα συνήθη αρχικά της συμπτώματααρχ.1. αυτός που αναφέρεται στον κύκλο («κυκλικός λόγος», Ιάμβλ.)2. αστρολ. αυτός που περιφέρεται κυκλοειδώς («τοις μὲν ούρανίοις άποδεδόσθαι τήν κυκλική ν κίνησιν», Πλούτ.)3. αυτός που υπάρχει για κοινή χρήση, κοινός4. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυκλικόςείδος αναπαίστου στον οποίο η μακρά συλλαβή είναι βραχύτερη από μία κανονική μακρά συλλαβή5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κυκλικοίοι ποιητές τού επικού κύκλου6. φρ. α) «κυκλικὸς ἀριθμός» — ο αριθμός ο οποίος καταλήγει στο ίδιο ψηφίο όταν τετραγωνίζεταιβ) «κυκλικὰ ἔτη» — η ελάχιστη διάρκεια ζωής τών πλανητώνγ) «κυκλικὸν ποίημα» — ποίημα κοινό, τετριμμένο. Επίρ. κυκλικώς και -ά (AM κυκλικῶς)σε σχήμα κύκλου, κυκλοτερώς («εἰ μηδ' ὁ κύκλος ἄπειρός ἐστιν, οὐκ ἂν κινοῑτο κυκλικῶς ἄπειρον σῶμα», Αριστοτ.)αρχ.κοινά, συνηθισμένα.
Dictionary of Greek. 2013.